καταριούμαι
Смотреть что такое "καταριούμαι" в других словарях:
καταριέμαι — και καταριούμαι καταράστηκα, καταραμένος, εκστομίζω κατάρες: Μη με καταριέσαι, και δεν είμαι εγώ ο ένοχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)